- σχιζοειδής
- -ές, Ν1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τείνει σε ανάπτυξη σχιζοειδούς προσωπικότητας2. φρ. «σχιζοειδής ιδιοσυγκρασία» ή «σχιζοειδής προσωπικότητα»(ιατρ.-ψυχολ.) ψυχικός τύπος που χαρακτηρίζεται κυρίως από ακοινωνησία, αυτισμό, ενδοστρέφεια, συναισθηματική αμφιθυμία, απόκρυψη τών συναισθημάτων, απόσυρση από την πραγματικότητα και τάση προς αφηρημένη σκέψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. schizoide (< σχίζω + -ειδής*)].
Dictionary of Greek. 2013.